συντήξῃ

συντήξῃ
συντήξηι , σύντηξις
colliquescence
fem dat sg (epic)
συντήκω
fuse into one mass
aor subj mid 2nd sg
συντήκω
fuse into one mass
aor subj act 3rd sg
συντήκω
fuse into one mass
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύντηξη — η / σύντηξις, ήξεως, ΝΑ [συντήκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συντήκω νεοελλ. φυσ. πυρηνική διαδικασία η οποία περιλαμβάνει σειρά πυρηνικών αντιδράσεων μεταξύ ατομικών πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων, οι οποίες οδηγούν στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… …   Dictionary of Greek

  • συντηκτικός — ή, ό / συντηκτικός, ή, όν, ΝΑ [συντηκτός] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προκαλεί σύντηξη, αυτός που επιφέρει σύντηξη 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύντηξη αρχ. 1. διαλυτικός 2. αυτός που υγροποιείται εύκολα 3. (για ασθενή) ο επιρρεπής …   Dictionary of Greek

  • πλασμογαμία — η, Ν 1. βιολ. στα πρωτόζωα) α) η συγχώνευση διαφόρων ατόμων σε μια πολυπυρηνική μάζα β) η σύντηξη τού κυτταροπλάσματος χωρίς πυρηνική σύντηξη 2. βοτ. διαδικασία η οποία ακολουθεί αμέσως μετά την καρυογαμία, δηλαδή την ένωση πυρήνων, σε ορισμένους …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… …   Dictionary of Greek

  • αγγειόσπερμα — Η σημαντικότερη από τις δύο υποδιαιρέσεις των φανερόγαμων φυτών· σε αυτή περιλαμβάνονται όλα τα φυτά που έχουν άνθη και παράγουν σπέρματα, τα οποία περιέχονται στην ωοθήκη, ενώ στα γυμνόσπερμα τα ωοκύτταρα είναι γυμνά. Η ωοθήκη των α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • αζυγοσπόριο — το (Μυκητ.) σπόριο, μορφολογικά όμοιο με το ζυγοσπόριο*, που αναπτύσσεται παρθενογενετικά, δηλ. χωρίς σύντηξη γαμεταγγείων, και παρατηρείται στους ωομύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άζυγος (α στερητ. + ζυγόν) + σπορά, πρβλ. αγγλ. azygospore] …   Dictionary of Greek

  • αμφιμιξία — η (Βιολ.) η σύντηξη τών πυρήνων τού σπερματοζωαρίου (αρσενικού προπυρήνα) και τού ωαρίου (θηλυκού προπυρήνα) σε ένα συγκάρυο (πυρήνας τού ζυγωτού*) κατά τη γονιμοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < amphimixis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αμφι * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”